οπλομαχικός

οπλομαχικός
ὁπλομαχικός, -ή -όν (Α) [οπλομαχία]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην οπλομαχία («ὁπλομαχικοὶ ἀγῶνες», Διόδ. Σικ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὁπλομαχικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλομαχικῶν — ὁπλομαχικός of fem gen pl ὁπλομαχικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλομαχικόν — ὁπλομαχικός of masc acc sg ὁπλομαχικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλομαχικούς — ὁπλομαχικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλομαχικήν — ὁπλομαχικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλομαχικάς — ὁπλομαχικά̱ς , ὁπλομαχικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”